καρπός, ο, ουσ. [<αρχ. καρπός], ο καρπός· οτιδήποτε είναι προϊόν ανθρώπινου μόχθου, ανθρώπινης δραστηριότητας, το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας, ενέργειας ή προσπάθειας: «το λεξικό που κρατάτε στα χέρια σας είναι καρπός μιας επίμονης κι επίπονης σαρανταπεντάχρονης ερευνητικής προσπάθειας»·
- απαγορευμένος καρπός, λέγεται για οτιδήποτε απαγορεύεται ή δεν μπορούμε να απολαύσουμε, όσο και αν το επιθυμούμε: «αυτά τα πλουσιοκόριτσα είναι απαγορευμένος καρπός για μας τα φτωχαδάκια || οι πλούσιοι μπορούν να απολαμβάνουν ό,τι επιθυμούν, αλλά για μας τα φτωχαδάκια ένα ταξιδάκι αναψυχής είναι απαγορευμένος καρπός». Αναφορά στον απαγορευμένο καρπό του Παραδείσου·
- αποδίδω καρπούς, βλ. φρ. αποφέρω καρπούς·
- αποφέρω καρπούς, αποφέρω θετικά αποτελέσματα, καρπίζω: «κοπίασε πολύ μέχρι να στήσει αυτή τη δουλειά, κι έπειτα από ένα διάστημα προσαρμογής στην αγορά, άρχισε, επιτέλους, να αποφέρει καρπούς || η δουλειά του δεν του απέφερε τους καρπούς που υπολόγιζε, γι’ αυτό και την έκλεισε»·
- έπεσε σαν ώριμος καρπός, βλ. συνηθέστ. έπεσε σαν ώριμο σύκο, λ. σύκο·
- ο καρπός της αμαρτίας, το παιδί που γεννήθηκε από παράνομο έρωτα: «αυτός ο πιτσιρικάς που βλέπεις, είναι ο καρπός της αμαρτίας του τάδε παντρεμένου και της  γκόμενάς του»·
- ο καρπός της κοιλίας της, το παιδί που γέννησε, το παιδί της: «για δες την πώς καμαρώνει τον καρπό της κοιλίας της!». Από τα λόγια του αγγέλου προς την Παρθένο Μαρία: εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου· 
- ο καρπός του έρωτά τους, λέγεται για παιδί που γεννήθηκε ιδίως από νόμιμο ζευγάρι, από παντρεμένους: «παντρεύτηκαν, γιατί ήταν πολύ ερωτευμένοι, και το παιδί που βλέπεις είναι ο καρπός του έρωτά τους»·   
- ο καρπός του παράνομου έρωτά τους, λέγεται για παιδί που γεννήθηκε από γονείς που δεν ήταν νόμιμο ζευγάρι, που δεν ήταν παντρεμένοι: «αν και παντρεμένος τα ’χε χρόνια με μια Ουκρανή κι αυτός ο πιτσιρικάς που βλέπεις είναι ο καρπός του παράνομου έρωτά τους»·
- πετροβολούν το δέντρο που έχει καρπούς, βλ. λ. δέντρο·
- το δέντρο απ’ τον καρπό γνωρίζεται, βλ. λ. δέντρο.